- ἀεσιφροσύνη
- ἀεσι-φροσύνη: thoughtlessness, dat. pl. ‘thoughtlessly,’ Od. 15.470†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αεσιφροσύνη — ἀεσιφροσύνη, η (Α) [ἀεσίφρων] (μαρτυρείται στον πληθ.) αφροσύνη, ανοησία … Dictionary of Greek
ἀεσιφροσύναις — ἀεσιφροσύνη folly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεσιφροσύνῃσι — ἀεσιφροσύνη folly fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεσιφροσύνῃσιν — ἀεσιφροσύνη folly fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεσιφροσύνας — ἀεσιφροσύνᾱς , ἀεσιφροσύνη folly fem acc pl ἀεσιφροσύνᾱς , ἀεσιφροσύνη folly fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)